- συνυμνῶ
- συνυμνέωsing hymns togetherpres subj act 1st sg (attic epic doric)συνυμνέωsing hymns togetherpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυμνώ — έω, ΜΑ υμνώ μαζί ή από κοινού με άλλον αρχ. παθ. συνυμνοῡμαι, έομαι (για την Αγία Τριάδα) υμνούμαι εξίσου … Dictionary of Greek